νερ(ο)-

νερ(ο)-
(Μ νερ[ο]-)
α' συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό-βραστος, νερο-μπογιά, νερόκρασο)
β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. νερο-χελώνα, νερο-σέλινο)
γ) ως περιεχόμενο τού δοχείου που δηλώνεται με το β' συνθετικό (πρβλ. νερο-κανάτα, νερο-βάρελο)
και δ) ως σημείο αναφοράς τού β' συνθετικού (πρβλ. νερο-κράτης, νεροκουβαλητής).
ΣΥΝΘ. μσν. νεραγώγιον, νεροαγωγή, νεροαναβάτης, νεροκοπημένος, νεροκουβάλισμαν, νερολιμνιώνας, νερολόγιον, νερολούσιμον, νεροπήδημα, νεροπλύσιμον, νεροστέρνα
μσν.- νεοελλ.
νεροκάλαμο(ν), νεροκάρδαμο(ν), νεροκουβάλημα(ν), νεροκουβαλητής, νερομαζωξιά, νεροσέλινο(ν), νεροφακή / -φάκιν, νεροφίδα / -φιδο(ν), νεροφόρος, νεροχύτης, νερόψωμο(ν)
νεοελλ.
νεράγκαθο, νεροβάρελο, νεροβεργιά, νεροβράζω, νερογυρισιά, νεροβεσιά, νεροδιώχτης, νεροζύγι, νεροθεμέλιωτος, νεροκαμένος, νεροκανάτα, νεροκολοκυθιά, νεροκολόκυθο, νερόκοτα, νεροκότσυφας, νεροκούνουπο, νερόκρασο, νεροκράτης, νερόκρινος, νεροκτισμένος, νερολάγηνο, νερολαδιά, νερόλακκος, νερολάχανο, νερολεκές, νερολούλουδο, νερομάζωμα, νερομάλλα, νερομάννα, νερομολόχα, νερομουρμούρισμα, νερομπάμπαλος, νερομπογιά, νερομπούλι, νερόμυλος, νερόπιασμα, νεροπλάτανος, νεροπλύνω, νεροποντή, νεροπότηρο, νεροπούλι, νεροπρίονο, νεροσυρμή, νεροσωλήνας, νεροτριβή, νεροτσουκνίδα, νεροφάγωμα, νερόχαρος, νεροχελίδονο, νεροχελώνα, νερόχιονο..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • 'νερ — ἄνερ , ἀνήρ nar masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεραγίδα — και αγεραγίδα και γεραγίδα, η νεράιδα, αερικό, ξωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ(γ)ερ ά(γ)ιδα, με συμφυρμό από τα < ἀ(γ)ερι[ικό + νερ]άιδα και ιτα παρετυμολογική σύνδεση με το γίδα] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • νεράγκαθο — το κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών δίψακος και κίρσιο που φύονται στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + αγκάθι] …   Dictionary of Greek

  • νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • νεροαγωγή — και, ιδιωμ. τ., νιραγή, η (Μ) υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγωγή (< ἄγω), πρβλ. νεκυ αγωγή] …   Dictionary of Greek

  • νεροαναβάτης — νεροαναβάτης, ὁ (Μ) υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀναβάτης] …   Dictionary of Greek

  • νερογυρισιά — η επικίνδυνη συστροφή υδάτων θάλασσας ή ποταμού, ρούφουλας, δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + γυρισιά (< γυρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • νεροδεσιά — η φράγμα για παρεμπόδιση τής ροής ύδατος ή για εκτροπή ύδατος προς άλλη κατεύθυνση, υδατοφράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + δεσιά (< δένω), πρβλ. ξυλο δεσιά, σιδερο δεσιά] …   Dictionary of Greek

  • νεροδιώχτης — ο οριζόντια λωρίδα που τοποθετείται στο κάτω μέρος θύρας ή παραθύρου για να παρεμποδίζει την εισροή τών νερών τής βροχής, η υδροσόβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + διώχνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”